- χαρτοδετώ
- χαρτοδετώ και χαρτοδένω δένω βιβλίο με χαρτί, το επενδύω με περίβλημα από ναστόχαρτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτοδετώ — έω, Ν [χαρτοδέτης] επενδύω βιβλίο με χαρτί, βιβλιοδετώ με χαρτί, τοποθετώ σε μια έκδοση εξώφυλλα από απλό χαρτί ή χαρτόνι και όχι επενδεδυμένα με ειδικό ύφασμα, πλαστικό υλικό ή δέρμα … Dictionary of Greek
χαρτοδέτηση — η, Ν [χαρτοδετώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρτοδετώ, βιβλιοδέτηση με χαρτί … Dictionary of Greek
χαρτοδένω — Ν χαρτοδετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + δένω] … Dictionary of Greek